-
1 ζάθεος
ζᾰθεος (-ῳ, -ων, -οις; -ας, -ᾳ, -αν; -ον acc.)1 sacred, numinous (= πλήρης θεῶν.) ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. Ἱέρων) fr. 105. 2. ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ (i. e. at the Delphic Theoxenia) Pae. 6.5 esp. of places,ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Διὸς ἄλκιμος υἱὸς σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος at Olympia O. 10.45ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
προγόνων ἐυκτήμονα ζαθέαν ἄγυιαν (cf. v. 93, ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς) N. 7.92Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ I. 1.32
πέραν Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ζαθέας τροφοῦ Pae. 2.63
]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζαθέ[ον] (supp. Snell) Πα. 21. 1. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140a. 62 (36). -
2 λᾴα
-
3 σταθμάομαι
1 measure outΔιὸς ἄλκιμος υἱὸς σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος πατρὶ μεγίστῳ O. 10.45
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский